επιγενής

επιγενής
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σικυώνιος ποιητής, από τους αρχαιότερους τραγικούς. Για τη ζωή του και το έργο του υπάρχουν πολύ αόριστες πληροφορίες. Μερικοί φιλόλογοι τον θεωρούν ημιμυθικό πρόσωπο, ενώ κατά το λεξικό της Σούδας (Σουίδας), κατατάσσεται πρώτος στη σειρά των τραγικών και απ’ αυτόν αρχίζουν να απαριθμούνται οι υπόλοιποι, με δέκατο έκτο τον Θέσπι. Ωστόσο, σύμφωνα με την άποψη άλλων μελετητών, πρώτος (ή συνεχιστής του Ε.) ήταν ο Θέσπις. Στον Ε. αποδίδεται επίσης ο νεοτερισμός ότι ξεπέρασε πρώτος στα έργα του τον στενό παραδοσιακό κύκλο των διονυσιακών μύθων, που αποτελούσαν μέχρι τότε το πάγιο θέμα της τραγικής ποίησης. 2. Ποιητής της Mέσης αττικής κωμωδίας (4ος αι. π.Χ.). Η ακμή της σταδιοδρομίας του τοποθετείται περίπου το 380 π.Χ. Από τα έργα του σώζονται μόνο λίγοι τίτλοι και μερικά ελλιπή αποσπάσματα. Αναφέρονται ως έργα του οι κωμωδίες: Αργυρίου αφανισμός, Ηρωίνη, Ποντικός, Μνημάτιον, Βακχεία. 3. Γραμματικός της αλεξανδρινής περιόδου (3ος αι. π.Χ.). Έγραψε Περί της εις Ορφέα ποιήσεως, ερμηνεύοντας πολλές συμβολικές εκφράσεις των Ορφικών. Κατά τον Αρποκρατίωνα, ήταν αρχαιότερος από τον Καλλίμαχο.
* * *
-ές (AM ἐπιγενής, -ές)
νεοελλ.
(ορυκτολ.) εκείνος που προήλθε από επιγένεια
αρχ.-μσν.
αυτός που έγινε ή γεννήθηκε μετά από άλλον, υστερογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἐπιγένης — masc acc pl (attic epic doric) Ἐπιγένης masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἐπιγένης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιγένει — Ἐπιγένης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Ἐπιγένεϊ , Ἐπιγένης masc dat sg (epic ionic) Ἐπιγένης masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγενές — ἐπιγενής growing after masc/fem voc sg ἐπιγενής growing after neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγενεστέροις — ἐπιγενής growing after masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιγένεος — Ἐπιγένης masc gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιγένην — Ἐπιγένης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιγένους — Ἐπιγένης masc gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπίγενες — Ἐπιγένης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • Epigenes of Byzantium — (Greek: Έπιγένης; unknown circa 200 BC) was a Greek astrologer. He seems to have been strong supporter of astrology, which, though derided by many Greek intellectuals, had been accepted and adopted by many Greeks from the seventh century BC… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”